τρεμουλιάζω

Greek Monolingual

Ν τρεμούλα
1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, -η, -ο
τρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος.