τρισδύστηνος

English (LSJ)

τρισδύστηνον, = τρισδείλαιος (thrice-unhappy), AP 9.574.

German (Pape)

τρισδείλαιος, Ep.adesp. 653 (IX.574).

Russian (Dvoretsky)

τρισδύστηνος: Anth. = τρισάθλιος.

Greek (Liddell-Scott)

τρισδύστηνος: -ον, τρὶς δύστηνος, τρισάθλιος, τρισκακοδαίμων, Ἀνθ. Π. 9. 574.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τρεις φορές δύστηνος, πάρα πολύ κακότυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δύστηνος «δύστυχος»].

Greek Monotonic

τρισδύστηνος: -ον, = το προηγ., σε Ανθ.