τρισόλβιος

English (LSJ)

τρισόλβιον, thrice happy or fortunate, S.Fr.837, Ar.Ec.1129, Philem.93.1, Luc. Nigr.1; divisim, τρὶς δ' ὄλβια κύματα AP12.52 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois heureux, bienheureux.
Étymologie: τρίς, ὄλβιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-όλβιος -ον, ook los τρὶς ὄλβιος driewerf welvarend, driewerf gelukkig.

German (Pape)

dreimal, sehr glücklich; Soph. frg. 719; Luc. Nigr. 1.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσόλβιος: Soph., Arph., Luc., Anth. = τρισευδαίμων.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσόλβιος: -ον, τρὶς ὄλβιος, εὐδαίμων, τρισμάκαρ, Σοφ. Ἀποσπ. 719, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1129, κλπ.· διῃρημένως, τρὶς δ’ ὄλβια κύματα Ἀνθ. Π. 12. 52.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισόλβιος, -ον, ΝΜΑ
πανευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + ὄλβιος «ευτυχισμένος»].

Greek Monotonic

τρῐσόλβιος: -ον, τρεις φορές ευδαίμων, εξαιρετικά ευτυχής, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐσ-όλβιος, ον,
thrice happy or fortunate, Anth.