τροφοδότης
Greek (Liddell-Scott)
τροφοδότης: -ου, ὁ, ὁ τροφὴν διδούς, ὁ παρέχων τροφήν, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 685, Θεόδ. Στουδ. σ. 269C.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
αυτός που έχει ως επάγγελμα την χορήγηση τροφίμων σε άλλους
νεοελλ.
1. όργανο με το οποίο παρέχεται τροφή στις μέλισσες
2. φρ. «αυτόματος τροφοδότης»
τεχνολ. είδος ρυθμιστή που εξασφαλίζει τη σταθερότητα της στάθμης του νερού σε έναν λέβητα
μσν.
αυτός που παρέχει τρόφιμα σε κάποιον ή σε κάποιους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αἱμοδότης.