τρυφερότητα

Greek Monolingual

η / τρυφερότης, -ητος, ΝΜΑ τρυφερός
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του τρυφερού, τρυφεράδα, απαλότητα
2. μτφ. α) στοργή
β) ευσπλαγχνία
γ) το να είναι κάποιος συναισθηματικός ή ευαίσθητος
3. στον πληθ. οι τρυφερότητες
μτφ. ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα
αρχ.
μαλθακότητα («περὶ τῆς τῶν φιλοσόφων τρυφερότητος διαλεγόμενος», Αθήν.).