τρωσμός

English (LSJ)

ὁ, (τρώω)
A = ἐκτρωσμός, miscarriage, Hp.Coac.532: pl., Id.Septim. 9, Dsc.5.72.

Greek (Liddell-Scott)

τρωσμός: ὁ, (τρώω) ὡς τὸ ἐκτρωσμός, ἔκτρωσις, ἀποβολὴ (ἐμβρύου), Ἱππ. 206D, κ. ἀλλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 209.

Greek Monolingual

και τιτρωσμός, ὁ, Α
πρόωρη γέννηση, αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -σμός (πρβλ. θρω-σμός: θρῴσκω). Το -σ- του τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση του ενεστ.].

German (Pape)

ὁ,
1 Wunde, Verwundung.
2 wie ἐκτρωσμός, Fehlgeburt, Hippocr.; vgl. Lobeck Phryn. 209.