ἐκτρωσμός

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρωσμός Medium diacritics: ἐκτρωσμός Low diacritics: εκτρωσμός Capitals: ΕΚΤΡΩΣΜΟΣ
Transliteration A: ektrōsmós Transliteration B: ektrōsmos Transliteration C: ektrosmos Beta Code: e)ktrwsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἔκτρωσις (miscarriage), Arist.HA 583b12, Aret. SD 2.11, Sammelb. 3451.5 ; attempted abortion, Hp. Mul. 1.78, Ptol. Tetr. 116.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
medic. aborto περὶ ἰάσιος ἐκτρωσμοῦ Hp.Mul.1.78 (p.186), ἐκτρωσμοὶ δ' αἱ μέχρι τῶν τετταράκοντα Arist.HA 583b12, ἐκτρωσμῷ καὶ βιαίῳ τόκῳ Aret.SD 2.11.10, cf. Ptol.Tetr.3.5.9, Gal.17(2).849, Vett.Val.382.28, como motivo de impureza para entrar en un templo SEG 43.1131.5, 10 (Egipto I a.C.).

German (Pape)

[Seite 784] ὁ, = ἔκτρωσις, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτρωσμός: ὁ Arst. = ἔκτρωσις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρωσμός: ὁ, = τῷ προηγ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 7.

Greek Monolingual

ἐκτρωσμός, ο (Α)
1. έκτρωση που γίνεται ώς τις σαράντα μέρες της κυήσεως
2. επιχειρηθείσα έκτρωση.