τρόπαιο

Greek Monolingual

το / τρόπαιον, ΝΜΑ, και ιων. και αρχ. αττ. τ. τροπαῖον, Α
1. (κατά την αρχαιότητα) πρόχειρο αναμνηστικό μνημείο, αποτελούμενο συνήθως από σωρό λαφύρων, που στηνόταν από τους νικητές στο πεδίο της μάχης, στο σημείο ακριβώς στο οποίο είχε νικηθεί ο εχθρός
2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο νίκης
νεοελλ.
συνεκδ. μεγάλη νίκη, θρίαμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπή + κατάλ. -αιον, ουδ. του -αιος].