τρύχος

Greek Monolingual

και τρύχος, -εος και -ους, τὸ, Α
1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι
2. σχίσμα, κομμάτι
3. στον πληθ. τὰ τρύχη
τα κουρέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ- του ρ. τρύχω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφος)].