duretum, Glossaria.
και τραχούρι, το, Νβοτ. κοινή ονομασία φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].
Ατραχύ, ανώμαλο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός από το επίθ. τραχύς κατά το σχ. τάχος: ταχύς.