τσέρκι

Greek Monolingual

το, Ν
1. στεφάνη βαρελιού
2. κάθε ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για στήριξη ή συγκράτηση
3. είδος παιχνιδιού, η κρικηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerchio «κύκλος, στεφάνη»].