κρικηλασία
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ἡ, (κρίκος, ἐλαύνω) trundling of hoops, Antyll. ap. Orib.6.26.1.
German (Pape)
[Seite 1509] ἡ, das Treiben des Kreises, Reifschlagen, ein Spiel der Knaben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐκηλᾰσία: ἡ, (κρίκος, ἐλαύνω) τὸ ἐλαύνειν κρίκον, εἶδος παιδιᾶς τῶν παίδων, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβ. 6. 26· πρβλ. Winckelm. Monum. Ined. 4. 257.
Greek Monolingual
η (Α κρικηλασία)
είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + -ηλασία (< -ηλάτης < ἐλαύνω. Το -η- του τ. οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπηλασία, τροχηλασία)].