Ν τσέπη1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά»).