αποκομίζω

From LSJ

Greek Monolingual

(AM ἀποκομίζω)
παίρνω μαζί μου φεύγοντας, φέρνω αλλού
νεοελλ.
έχω ως όφελος, πορίζομαι («αποκόμισα πολλά από σένα»)
αρχ.
1. μεταφέρω μακριά
2. φέρνω πίσω
3. (-ομαι) αποχωρώ, αποσύρομαι.