τσιμπούρι

Greek Monolingual

το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών παρασιτόμορφων ακάρεων της υπόταξης μεταστίγματα, που περιλαμβάνει αιματορρόφα είδη, εξωπαράσιτα τών σπονδυλοζώων
2. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός άνθρωπος («μάς έγινε τσιμπούρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμούρι, με παρετυμολογική επίδραση του ρ. τσιμπώ].