και τσουλάω Ν1. (μτβ.) σπρώχνω, κυλώ2. (αμτβ.) γλιστρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλῶ, μέσω ενός τ. τσυλώ (με τσιτακισμό) με διατήρηση της αρχ. προφοράς του -υ- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].