τσουλώ

Greek Monolingual

και τσουλάω Ν
1. (μτβ.) σπρώχνω, κυλώ
2. (αμτβ.) γλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλῶ, μέσω ενός τ. τσυλώ (με τσιτακισμό) με διατήρηση της αρχ. προφοράς του -υ- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].