τυροτάριχος

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, a dish of cheese and salt fish, in Lat. form tyrotarichum, Cic.Att.4.8.1, Fam.9.16.7.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροτάρῑχος: -ους, τό, ἔδεσμα ἐκ τυροῦ καὶ παστῶν ἰχθύων, Λατ. tyrotarichum, Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 8α, κλπ.

Greek Monolingual

-αρίχους, τὸ, Α
φαγητό από τυρί και παστά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + τάριχος «παστό ψάρι»].