τυφεδανός
English (LSJ)
τυφεδανή, τυφεδανόν, (τῦφος) stupid, Ar.V.1364 (στυφεδανός, in error, Suid.).
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ, ein faselnder, kindischer Mensch, der den Leuten Qualm und blauen Dunst vormacht, ein Windbeutel oder ein dummer, blödsinniger, stupider Mensch; Ar. Vesp. 1364, Schol. ἐπεὶ τυφογέροντας εἰώθασι λέγειν τοὺς παραληροῦντας καὶ ἀξίους τετύφθαι. S. τυφογέρων u. vgl. στυφεδανός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vieil imbécile.
Étymologie: τύφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α
άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα -ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ-ανός).
Greek Monotonic
τῡφεδᾰνός: ὁ (τύφω), κάποιος με θολωμένο μυαλό, μικρός, ηλίθιος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τῡφεδᾰνός: ὁ, (τύφω) ὁ τετυφωμένος, κοῦφος ἢ μωρός, ἄφρων, παραληρῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 1364· πρβλ. τυφογέρων, Τυφώνιος.
Middle Liddell
τῡφεδᾰνός, οῦ, ὁ, τύφω
one with cloudy wits, a stupid fellow, dullard, Ar.