τυχοδιώκτης
Greek Monolingual
και τυχοδιώχτης, θηλ. τυχοδιώκτρια και τυχοδιώχτρια, και λόγιος τ. τυχοδιώκτις, -ιδος, Ν
1. αυτός που επιζητεί την επιτυχία και, ιδίως, τον πλούτο με κάθε μέσο, χωρίς ηθικές δεσμεύσεις
2. αριβίστας
3. απατεώνας, παλιάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + διώκτης / διώκτρια (< διώκω). Η λ. τυχοδιώκτης μαρτυρείται από το 1826 στον Ν. Σπηλιάδη, ενώ η λ. τυχοδιώκτρια από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].