-ποδος, ὁ, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) αυτός του οποίου τα πόδια βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ὠκύπους].