Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υγραέριο
Greek Monolingual
το, Ν αέριο καύσιμο, αποτελούμενο κυρίως από προπάνιο ή βουτάνιο, που διατίθεται στο εμπόριο υγροποιημένο υπό πίεση σε ειδικές φιάλες τόσο για οικιακές όσο και για βιομηχανικές χρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ.<υγρός+αέριο].