-ή, -ό, Ν(για καρπό) αυτός που σκάζει από υγρασία, που σχηματίζει σχισμές από την απορρόφηση υγρασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + σχάζω «ανοίγω σχισμή, σκάω»].