υγρόστομος

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. (για ξίφος) αυτός που έχει βρεγμένη αιχμή
2. (κατ' επέκτ.) κοφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. σκληρόστομος].