Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υγρόφθογγος
Greek Monolingual
-ον, Α (για λαγήνι με στενό λαιμό) αυτός που παράγει ήχο κατά τη ροή του νερού. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑγρός+ -φθογγος (<φθόγγος ή φθογγή<φθέγγομαι), πρβλ.βαρύ-φθογγος, λιγύ-φθογγος].