Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υδροχαρής
Greek Monolingual
-ές / ὑδροχαρής, -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν 1. αυτός που του αρέσει το νερό 2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ.<υδρ(ο)- + -χαρής / -χαρος (<χαίρω), πρβλ. οἰνοχαρής].