οἰνοχαρής
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
English (LSJ)
οἰνοχαρές, merry with wine, IG14.2125; as a nickname, ib.3.1379.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.
German (Pape)
ές, sich am Weine freuend, Ep.adesp. 703 (APP 225).
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχᾰρής: радующийся вину Anth.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμοχαρής].
Greek Monotonic
οἰνοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.