υδρόγειος

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος
Ν
1. ο συγκροτημένος από νερό και γη
2. φρ. «υδρόγειος σφαίρα» ή, απλώς, «η υδρόγειος»
i) κοίλη κατά κανόνα σφαίρα, κατασκευασμένη από ελαφρύ και ανθεκτικό υλικό, της οποίας η επιφάνεια αναπαριστάνει σε χάρτη την επιφάνεια της Γης και φέρει άξονα περιστροφής διερχόμενον από τους δύο πόλους της
ii) (κατ' επέκτ.) ο πλανήτης μας, η Γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -γειος (βλ. λ. γη), πρβλ. μεσό-γειος. Η λ. μαρτυρείται από το 1760 στον Γ. Φατζέα].