υδρόμετρο

Greek Monolingual

το, Ν
1. συσκευή για τη μέτρηση της παροχής νερού σε μια εγκατάσταση ύδρευσης ή άρδευσης
2. συσκευή για τη μέτρηση της εξέλιξης και του ύψους τών παλιρροιών
3. τεχνολ. βιομηχανική συσκευή για τη μέτρηση του ύψους υγρού σε δεξαμενή
4. ειδική συσκευή με την οποία ρυθμίζεται η ροή νερού σε αρδευτικές αύλακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrometre (< υδρο- + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξ. γαλλικής γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].