και ὑλογενής και ὑλιγενής, -ές, Ακατασκευασμένος από ξύλο ή, κατ' άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο δάσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυριγενής].