υπέρχρονος
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τον χρόνο, αιώνιος («ἦν τις πρεσβυτέρα τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως κατάστασις... ἡ ὑπέρχρονος», Βασ.)
2. προγενέστερος, παλαιότερος («οὔτε χρόνῳ ὑποπίπτει -τὸ θεῖον—ἵνα ὑπέρχρονος ὁ πατὴρ γένηται τοῦ υἱοῦ», Επιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χρόνος (πρβλ. ἔγχρονος, σύγχρονος)].