ὑπέρχρονος

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρχρονος Medium diacritics: ὑπέρχρονος Low diacritics: υπέρχρονος Capitals: ΥΠΕΡΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hypérchronos Transliteration B: hyperchronos Transliteration C: yperchronos Beta Code: u(pe/rxronos

English (LSJ)

ὑπέρχρονον, super-temporal, Simp. in Ph.1158.30.

German (Pape)

[Seite 1204] über die Zeit erhaben, ewig, Sp.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τον χρόνο, αιώνιος («ἦν τις πρεσβυτέρα τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως κατάστασις... ἡ ὑπέρχρονος», Βασ.)
2. προγενέστερος, παλαιότερος («οὔτε χρόνῳ ὑποπίπτει -τὸ θεῖον—ἵνα ὑπέρχρονος ὁ πατὴρ γένηται τοῦ υἱοῦ», Επιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χρόνος (πρβλ. ἔγχρονος, σύγχρονος)].