ὑπαναχωρῶ, -έω, ΝΑ αναχωρώαποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.)νεοελλ.1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση.