υπερεκλάμπω

Greek Monolingual

Μ
1. εκπέμπω πολύ δυνατή λάμψη
2. επισκιάζω άλλα λαμπερά σώματα με τη λάμψη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκλάμπω «ακτινοβολώ, αστράφτω»].