Μ1. εκπέμπω πολύ δυνατή λάμψη2. επισκιάζω άλλα λαμπερά σώματα με τη λάμψη μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκλάμπω «ακτινοβολώ, αστράφτω»].