ὑπερισχύω ΝΑ ἰσχύωείμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαιαρχ.1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.