Α1. υποβάλλομαι σε κόπους για χάρη κάποιου άλλου2. κοπιάζω, μοχθώ πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κάμνω «κουράζομαι, καταπονούμαι, πάσχω»].