υπερκάμνω

Greek Monolingual

Α
1. υποβάλλομαι σε κόπους για χάρη κάποιου άλλου
2. κοπιάζω, μοχθώ πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κάμνω «κουράζομαι, καταπονούμαι, πάσχω»].