υπερκέραση

Greek Monolingual

η / ὑπερκέρασις, -άσεως, ΝΜΑ, και ὐπερκέρωσις ΜΑ ὑπερκερῶ
στρ. ελιγμός μάχης κατά τον οποίο οι επιτιθέμενοι προωθούν ορισμένες δυνάμεις τους από τα πλάγια του κυρίως μετώπου και υπερφαλαγγίζουν τις εχθρικές δυνάμεις, αλλ. υπερφαλάγγιση.