υπερφαλάγγιση

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η / ὑπερφαλάγγησις, -ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ]]
η επέκταση της φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα της εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών δυνάμεων είναι ζήτημα ωρών» β. «ὑπερφαλάγγισις
ὅταν ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν τῆς φάλαγγος ὑπερέχωμεν τῶν πολεμίων», λεξ. Σούδα)
νεοελλ.
υπέρβαση, ξεπέρασμα, παράκαμψη.