ελιγμός
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
ο (Α ἑλιγμός)
1. στροφή, στρίψιμο
2. περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού
2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές
αρχ.
1. συστροφή οργάνων
2. δέσιμο κόμπου.