υπερκαίω

Greek Monolingual

Α
1. (για τον ήλιο) καίω πολύ, εκπέμπω πολύ μεγάλη θερμότητα
2. (για τόπο) έχω πολύ θερμό κλίμα
3. μτφ. φλέγομαι από έντονο πάθος ή από ζωηρό συναίσθημα.