Α πίπτω1. (για νερό) πέφτω από ψηλά2. (για βέλη ή ακόντια) διέρχομαι πάνω από κάτι και πέφτω πέρα από αυτό3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ4. εξέχω.