υπερπίπτω

Greek Monolingual

Α πίπτω
1. (για νερό) πέφτω από ψηλά
2. (για βέλη ή ακόντια) διέρχομαι πάνω από κάτι και πέφτω πέρα από αυτό
3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ
4. εξέχω.