ὑπερτερῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπέρτεροςείμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχωαρχ.αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά.