υπερτερώ

Greek Monolingual

ὑπερτερῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπέρτερος
είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω
αρχ.
αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά.