-ον, Ακάπως άμουσος, αποξενωμένος από τις Μούσες, από την μουσική ή από την αισθητική καλλιέργεια («αὐθαδέστερόν τε δεῖ αὐτὸν... εἶναι καὶ ὑποαμουσώτερον», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄμουσος.