υποβρυχώμαι

Greek Monolingual

-άομαι, Α
1. βρυχώμαι ή μουγκρίζω σιγά
2. ανασαίνω βαριά από οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρυχῶμαι «μουγκρίζω»].