υποδουλώνω

Greek Monolingual

ὑποδουλῶ, -όω, ΝΜ ὑπόδουλος
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον υπόδουλο, υπάγω κάποιον υπό την κυριαρχία μου ή την κυριαρχία άλλου, στερώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία κάποιου
2. μτφ. καθιστώ κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους τους φίλους του» β. «τον έχει υποδουλώσει το πάθος του για τις γυναίκες»)
μσν.
(μόνον μέσ. με σημ. ενεργ. μτβ.) ὑποδουλοῦμαι, -όομαι
υποτάσσω («τὸν ὑποδουλούμενον τοὺς Ἰσραηλίτας βασιλέα», Μιχ. Ακομ.).