υποδοχέας

Greek Monolingual

ο / ὑποδοχεύς, -έως, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. χώρος ή δοχείο στο οποίο αποστάζονται και συγκεντρώνονται υγρά και άλλα κονιοποιημένα υλικά
2. βιολ. ο δέκτης
μσν.
μτφ. το στομάχι
μσν.-αρχ.
αυτός που υποδέχεται ή φιλοξενεί κάποιον
αρχ.
1. αυτός που έχει αναλάβει την υποχρέωση να παρέχει κάτι («ὑείων κρεῶν ὑποδοχέα γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδέχομαι (πρβλ. ὑποδοχή) + κατάλ. -εύς (πρβλ. ἀνα-δοχ-εύς)].