υποθηκεύω

Greek Monolingual

Ν
εγγράφω υποθήκη σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο, το χρησιμοποιώ ως εγγύηση για δάνειο ή για άλλη παροχή που πήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].