υποκρύπτω

Greek Monolingual

ὑποκρύπτω ΝΑ
νεοελλ.
αποκρύπτω
αρχ.
1. χώνω, κρύβω κάτι κάτω από κάτι άλλο, καλύπτω, σκεπάζω
2. μεσ. ὑποκρύπτομαι
κρατώ κάτι μυστικό από κάποιον.