ὑποκρύπτω ΝΑνεοελλ.αποκρύπτωαρχ.1. χώνω, κρύβω κάτι κάτω από κάτι άλλο, καλύπτω, σκεπάζω2. μεσ. ὑποκρύπτομαικρατώ κάτι μυστικό από κάποιον.