υποπτεύομαι

Greek Monolingual

ὑποπτεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποπτεύω ΜΑ ὕποπτος / ὑπόπτης
(μσν.-αρχ. και ενεργ.)
1. έχω υποψίες, υποψιάζομαι (α. «συνεχώς μέ υποπτεύεται» β. «ὁ δὲ τύραννος ὅταν ὑποπτεύσῃ καὶ αἰσθανόμενος τῷ ὄντι ἀντιπραττομένους τινὰς ἀποκτείνῃ», Ξεν.)
2. (μτβ.) θεωρώ κάποιον ύποπτο
αρχ.
ενεργ.
1. υποθέτω, εικάζω («ὁ δ' Ἀγησίλαος ὑπώπτευε μὲν ὧν ἕνεκεν ἐφοίτα», Ξεν.)
2. (με αιτ. πράγματος) βλέπω με υποψία
3. παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι
4. φρ. α) «ὑποπτεύω τινὰ ὡς...» — έχω υποψίες για κάποιον ότι... (Ηρόδ.)
β) «ὑποπτεύω τι» — έχω κάποια υποψία (Ευρ.).