υποστρέφω
Greek Monolingual
ὑποστρέφω, ΝΜΑ στρέφω
1. στρέφω προς τα πίσω, πισωγυρίζω
2. (για νόσο) υποτροπιάζω
νεοελλ.
ναυτ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου στρέφοντας την πρύμνη προς τον άνεμο
αρχ.
1. επαναφέρω
2. δίνω πίσω, επιστρέφω
3. (σχετικά με τόνο) αποβάλλω
4. (αμτβ.) α) (ιδίως για τρεπόμενους σε φυγή) στρέφομαι αμέσως ή προς τα πίσω
β) ξαναγυρίζω («ὑποστρεφέτωσαν εἰς τὰς πατρίδας τὰς ἰδίας», πάπ.)
γ) στρέφομαι πλάγια για να αποφύγω προσβολή, να αποφύγω χτύπημα
5. παθ. ὑποστρέφομαι
περιστρέφομαι από κάτω
6. (το αρσ. της μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) ὑποστρέψας·αντιστρόφως, αντίθετα, ανάποδα.