υποφερτός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που μπορεί κανείς να τον υποφέρει, να τον αντέξει («το κρύο ήταν υποφερτό»)
2. μτφ. κάπως καλός, όχι τελείως κακός ή απαράδεκτος (α. «υποφερτό έργο» β. «υποφερτή παράσταση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].